«Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἔδεσσας, Ἄβγαρος, ἦταν λεπρός. Ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔστειλε πρὸς Αὐτὸν τὸν ἀρχειοφύλακά του, Ἀνανία, μὲ ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ νὰ πάει στὴν Ἔδεσσα νὰ τὸν θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας ἦταν ζωγράφος, γι’ αὐτὸ ὁ Ἄβγαρος τὸν ἐπιφόρτισε νὰ φτιάξει τὸ πορτραῖτο τοῦ Σωτήρα σὲ περίπτωση ποὺ ὁ Χριστὸς ἀρνεῖτο νὰ πάει. Ὁ Ἀνανίας βρῆκε τὸ Χριστὸ περιστοιχισμένο ἀπὸ ἕνα μεγάλο πλῆθος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάσει. Γι’ αὐτὸ ἀνέβηκε σ’ ἕνα βράχο ἀπὸ ὅπου μποροῦσε νὰ τὸν βλέπει καλύτερα. Προσπάθησε νὰ φτιάξει ἕνα πορτραῖτο τοῦ Σωτήρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε «ἐξ αἰτίας τῆς ἀπερίγραπτης δόξας τοῦ προσώπου Του, τὸ ὁποῖο ἄλλαζε διὰ τῆς χάριτος». Βλέποντας ὅτι ὁ Ἀνανίας ἤθελε νὰ φτιάξει τὸ πορτραῖτο Του, ὁ Χριστὸς ζήτησε νερό, νίφτηκε, σκούπισε τὸ πρόσωπο Τοῦ σ’ ἕνα κομμάτι λινὸ ὕφασμα, καὶ τὰ χαρακτηριστικά του ἔμειναν ἀποτυπωμένα σ’ αὐτὸ τὸ λινὸ ὕφασμα. Εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι ἐπίσης γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Μανδήλιον.»
(Μηναῖος τοῦ Αὐγούστου)
Βυζαντινή τεχνοτροπία